- ανθυποβάλλω
- (Α ἀνθυποβάλλω)1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει2. υποκαθιστω με απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek